- παρεγχειρώ
- -έω, Α1. παραβιάζω, επεμβαίνω με κακό τρόπο («οἱ τὴν φύσιν παρεγχειρεῑν τολμῶντες», Φίλων.)2. επιχειρώ παράνομα κάτι3. προβάλλω εσφαλμένα επιχειρήματα4. αποδίδω, ερμηνεύω συμβολικά5. ταράσσω, προκαλώ διατάραξη6. αντικρούω, αμφισβητώ ως αναληθές7. δίνω στο χέρι κάποιου, εγχειρίζω σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐγχειρῶ «καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ, συζητώ»].
Dictionary of Greek. 2013.